- Πανιωνίου
- Πανιώνιονthe whole body of Ioniansneut gen sgΠανιώνιοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανιώνιος — I Κάτοικος της αρχαίας Χίου που αγόραζε ωραίους νέους ή και παιδιά, τους ευνούχιζε και τους πουλούσε στις Σάρδεις και στην Έφεσο αντί μεγάλων χρηματικών ποσών. Τους ευνούχους αυτούς οι άρχοντες της εποχής τους χρησιμοποιούσαν για οικιακές… … Dictionary of Greek